- ἤλπιζέν
- он надеялся
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἤλπιζεν — ἐλπίζω hope for imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)